χίμισμα

χίμισμα
το, Ν
βλ. χύμισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χίμισμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χιμίζω, επίθεση, έφοδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”